Ήταν το 2015 όταν η Mercedes αποφάσισε να αφήσει το όνομα GLK και να μας παρουσιάσει τότε την πρώτη γενιά της GLC, η οποία βέβαια αποτελούσε τον αντικαταστάτη της GLK. Και τότε είχαμε γράψει πως καλά έκανε η Γερμανική εταιρία και άλλαξε, έστω και μερικώς, το όνομα του μοντέλου, καθώς η GLC ήταν ένα πολύ καλύτερο αυτοκίνητο σε σχέση με την GLK. Πλέον βρισκόμαστε στη δεύτερη γενιά της GLC, με την πορεία της να διαγράφεται το ίδιο, αν όχι περισσότερο επιτυχημένη, σε σχέση με τον προκάτοχό της.
Tα τελευταία, λίγα σχετικά χρόνια, γίνεται πολύ συζήτηση για το τι ακριβώς σημαίνει “premium” ποιες μάρκες μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι και αν πλέον υπάρχουν και άλλοι κατασκευαστές, πέρα από τους γνωστούς κλασσικούς, οι οποίοι μπορούν να φέρουν τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Η αλήθεια είναι ότι κάπου στη πορεία ο όρος «ξεχειλώθηκε» και άρχισε να χρησιμοποιείται από πολλούς. Και μπορεί κάποιοι κατασκευαστές όντως να βελτίωσαν αισθητά τη ποιότητα των υλικών και της κατασκευής, μπορεί να προσφέρουν λύσεις και πολλές επιλογές, αλλά προφανώς αυτό δεν είναι αρκετό.
Επί προσωπικού premium θεωρώ εκείνες τις αυτοκινητοβιομηχανίες οι οποίες δεν φοβούνται να δοκιμάσουν μία διαφορετική τεχνολογία, οι οποίες επενδύουν ατελείωτες ώρες έρευνας και εξέλιξης στην ανάπτυξη της τεχνογνωσίας τους και οι οποίες προσφέρουν ένα τελικό αποτέλεσμα που τις καθιστά, ίσως και μοναδικές. Και μία τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι το αυτοκίνητο της δοκιμής μας. Η GLC 300 de η οποία συνδυάζει την plug-in υβριδική τεχνολογία με τον θερμικό κινητήρα να είναι πετρελαίου, κάτι το οποίο μόνο η Mercedes προσφέρει ως λύση.
Χωρίς σχεδιαστικές αλλαγές
Όπως είναι λογικό και αναμενόμενο η plug-in υβριδική έκδοση της GLC δεν έχει σχεδιαστικές διαφορές σε σχέση με τις άλλες εκδόσεις του μοντέλου, πέρα από τη θύρα φόρτισης και φυσικά το λογότυπο που φέρει στο πίσω μέρος. Στη πράξη αυτό σημαίνει πως η αίσθηση που σου δίνει η νέα γενιά του μοντέλου είναι πως πρόκειται για ένα υπερυψωμένο station παρά για ένα γνήσιο SUV. Από την άλλη το μακρύ καπό σε συνδυασμό με την αύξηση του μήκους του αυτοκινήτου, δημιουργούν μία σπορ αίσθηση, η οποία είναι καθ’όλα ευπρόσδεκτη, παρά το γεγονός πως αυτόν τον ρόλο παίζει με πολύ πιο έντονο τρόπο η Coupe έκδοση της GLC, την οποία ανυπομονούμε να δοκιμάσουμε.
Σε ότι έχει να κάνει με τις διαστάσεις της, η νέα GLC έχει φτάσει τα 4,72 μέτρα με το μεταξόνιο να έχει αυξηθεί κατά 15 χιλιοστά φτάνοντας τα 2,888 μέτρα. Το πλάτος βρίσκεται στα 1,89 μέτρα ενώ το ύψος στα 1,64. Από εκεί και πέρα οι χαρακτηριστικοί προφυλακτήρες εμπρός και πίσω, η νέα μάσκα με τα αστεράκια αλλά και τα στενότερα φώτα LED επίσης εμπρός-πίσω, είναι μερικά από τα στοιχεία που ξεχωρίζουν στην εξωτερική της σχεδίαση. Κοιτάζοντάς την από το πλάι είναι όσο εντυπωσιακή χρειάζεται και σε σχέση με την προηγούμενη δείχνει να έχει μεγαλώσει πολύ περισσότερο από τους έξι πόντους που λένε τα χαρτιά.
Αντίστοιχα και το πίσω μέρος είναι κι αυτό ξεκάθαρα Mercedes. Υπάρχει η γραμμή που συνδέει τα αριστερά με τα δεξιά φώτα, μόνο που εδώ δε φωτίζεται, όπως στα ηλεκτρικά μοντέλα της εταιρίας. Το αποτέλεσμα είναι κάτι περισσότερο από κομψό, συνδυάζει το δυναμισμό με την premium αισθητική και σε κερδίζει με τις λεπτομέρειές του όσο περισσότερο το κοιτάς. Συνολικά οι δημιουργοί της νέας γενιάς της GLC, κατάφεραν να προσφέρουν ένα αμάξωμα που εντυπωσιάζει και επιβάλλεται με την εικόνα του, χωρίς να φλυαρεί αισθητικά.
Ίδια εικόνα και στο εσωτερικό
Αντίστοιχα και στο εσωτερικό οι αλλαγές είναι μηδαμινές, εκτός από την χωρητικότητα του πορτ μπαγκαζ η οποία πλέον βρίσκεται στα 470 λίτρα, αντί για τα 620 των άλλων εκδόσεων, εξαιτίας της ύπαρξης των μπαταριών. Από εκεί και πέρα μπαίνοντας στο εσωτερικό της νέας GLC διαπιστώνουμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι πως δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό της προηγούμενης γενιάς και το δεύτερο πως η Mercedes φροντίζει να διαφοροποιεί πλήρως τη σχεδίαση στα εσωτερικά των μοντέλων της. Για παράδειγμα η γκάμα της σειράς Α (a class, cla, gla) έχει εντελώς άλλο εσωτερικό από την γκάμα της σειράς C, ενώ και η E Class επίσης διαφοροποιείται πλήρως από τις δύο προαναφερθείσες.
Αναμφίβολα η καμπίνα των επιβατών της, εκτός από την αναμενόμενα προσεγμένη ποιότητα σε κάθε λεπτομέρεια, διαθέτει πολύ υψηλή τεχνολογία αλλά και φροντισμένη κομψότητα και φινέτσα. Ο περίτεχνος συνδυασμός δέρματος και αλουμινίου με επιφάνειες σε γυαλιστερή μαύρη απόχρωση συνθέτουν ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται έντονα από την αίσθηση της αρχοντιάς. Η GLC έχει τον τρόπο να μεταφέρει στους επιβάτες της μια αίσθηση ιδιαιτερότητας και μεγαλείου. Την ίδια στιγμή η κεκλιμένη κεντρική οθόνη 12,3’’ που αποτελεί φυσική επέκταση την κεντρικής κονσόλας, ο ψηφιακός πίνακας 11,9’’ και ο κρυφός φωτισμός με οπτικές ίνες προσδίδουν στη συνολική εικόνα μια έντονα φουτουριστική απόχρωση.
Η κεντρική οθόνη αφής βρίσκεται ακριβώς στη σωστή θέση προσέγγισης του χεριού μόλις αυτό απομακρυνθεί από το τιμόνι, ενώ το MBUX δεύτερης γενιάς, εκτός από τις αναβαθμισμένες λειτουργικές δυνατότητες, έχει γίνει ταχύτερο και σαφώς πιο εύχρηστο. Αυτό, σε συνδυασμό με το μεγαλύτερο μέγεθος και την καλύτερη διάταξη των απεικονίσεων που επιτρέπει η οθόνη, κάνει πολύ εύκολη την πλοήγηση στα μενού και τον χειρισμό ακόμα και βασικών λειτουργιών που έχουν μεταφερθεί σε αυτή και ελέγχονται μέσω αφής αντικαθιστώντας τους φυσικούς διακόπτες.
H ουσία της έκδοσης
Το σύστημα παροχής ισχύος του αυτοκινήτου αποτελείται από έναν δίλιτρο κινητήρα πετρελαίου 197 ίππων κι έναν ηλεκτροκινητήρα 136 ίππων, με τη συνδυαστική ισχύ να φτάνει τους 333 ίππους και η ροπή τα 750 Nm. Είναι προφανές ότι μια τέτοια δύναμη, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν συνδυάζεται με τη μεγάλη ροπή ενός ντίζελ και τη ροπή ενός ηλεκτροκινητήρα που είναι διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή, μπορεί να κινήσει με τη μεγαλύτερη άνεση ακόμα και ένα τέτοιο αυτοκίνητο, το βάρος του οποίου φτάνει τα 2.415 κιλά. Η GLC 300 de είναι γρήγορη, προσφέροντας επιδόσεις σπορ αυτοκινήτου (0-100 χλμ./ώρα σε 6,4” και τελική ταχύτητα 220 χλμ./ώρα), που εξασφαλίζουν και αστραπιαία προσπεράσματα. Το σημαντικό είναι ότι αυτό συνδυάζεται με περιορισμένο κόστος χρήσης που, ιδιαίτερα στην πόλη, μπορεί να είναι πολύ χαμηλό, χάρη στην εντυπωσιακή αυτονομία με ηλεκτροκίνηση.
Η επίσημη τιμή της είναι 127 χιλιόμετρα, με την πραγματική να είναι αρκετά κοντά, αφού καταφέραμε να διανύσουμε πάνω από 100 χιλιόμετρα αποκλειστικά με την μπαταρία. Με την μπαταρία φορτισμένη και με υβριδική κίνηση η κατανάλωση πετρελαίου ήταν στα 3.5 λτ./100 χλμ. ενώ όταν η μπαταρία αποφορτίστηκε, το νούμερο ανέβηκε στα 6.7 λτ./100 χλμ. Θα επισημάνουμε επίσης, ότι το μεγάλο ρεζερβουάρ των 62 λίτρων σε συνδυασμό με τη μπαταρία του ηλεκτρικού συστήματος προσφέρουν μια αυτονομία (και στο ταξίδι) πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων, που αποτελεί… όνειρο για τα αμιγώς ηλεκτρικά αυτοκίνητα! H μπαταρία των 31,2 KWh υποστηρίζει και ταχυφόρτιση έως 60 kW (υπάρχει και onboard φορτιστής 11 kW), άρα χρειάζεται μόλις 20 λεπτά για να φορτίσει πλήρως. Πέρα από τη φόρτιση σε πρίζα, υπάρχει και η τεχνολογία ανάκτησης ενέργειας, η οποία ρυθμίζεται ως προς την έντασή της από τα paddles του τιμονιού.
Για πολλά, οικονομικά, χιλιόμετρα
Ξεκινώντας από το ταξίδι Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα το πρώτο πράγμα που σε κερδίζει και εκτιμάς ιδιαίτερα είναι η εντυπωσιακά υψηλή ποιότητα κύλισης και η έλλειψη αεροδυναμικών θορύβων. Μάλιστα η ησυχία που επικρατεί στο εσωτερικό ακόμη και με ταχύτητες που άνετα μπορούν να σε στείλουν στο αυτόφωρο, είναι τέτοια που σε κάνει να ξεχνάς ότι βρίσκεσαι σε ένα ψηλό όχημα ελευθέρου χρόνου. ο δεύτερο θετικό στοιχείο είναι η απόκριση και το τράβηγμα του κινητήρα. Το εξαιρετικό σε λειτουργία και κλιμάκωση εννιάρι αυτόματο κιβωτίου βοηθάει τα μέγιστα τον κινητήρα στο αναδείξει όλες τις αρετές και να κινήσει με όποιον τρόπο επιλέξει ο οδηγός το Γερμανικό μοντέλο.
Σε αυτό βεβαία συντελούν και τα 5!!! προγράμματα του Driving Select που επεμβαίνουν σε σύστημα διεύθυνσης, κινητήρα και αναρτήσεις και προσαρμόζουν το αυτοκίνητο στην εκάστοτε απαίτηση του οδηγού του. Για το τέλος αφήσαμε τον κινητήρα. Ροπή από χαμηλά, βελούδινη λειτουργία, δύναμη, πολύ δύναμη παντού η οποία σε ωθεί να πατάς όλο πιο βαθιά το γκάζι στο πάτωμα αφενός για να νιώθεις αυτήν την αίσθηση ότι κολλάς στο κάθισμα, αφετέρου διότι δεν έχεις να σκεφτείς τη κατανάλωση. Η τετρακίνηση λειτουργεί άψογα και διαχειρίζεται εξαιρετικά τη μεγάλη ροπή, καθώς ποτέ και πουθενά δεν χάθηκε η πρόσφυση. Εκτός δρόμου θα πάτε πολύ πιο μακριά από εκεί που σκέφτεστε ή σχεδιάζετε, αλλά αν είστε λάτρεις της λάσπης και δύσκολων καταστάσεων, ένα σετ πιο χωμάτινων ελαστικών, θα σας βοηθήσει τα μέγιστα. Η δεύτερη γενιά της Mercedes GLC plug-in υβριδική είναι ένα πλήρες και ολοκληρωμένο αυτοκίνητο με μία τεχνολογία μοναδική η οποία τη καθιστά εκ των πραγμάτων ένα premium αυτοκίνητο με ουσία σε όλα τα επίπεδα. Τα 83200 Ευρώ από τα οποία ξεκινάει, σαφώς και δεν είναι λίγα, αλλά πραγματικά αξίζουν, για όσους φυσικά είναι αποφασισμένοι ότι θα εξαντλούν τη συγκεκριμένη τεχνολογία, φορτίζοντας σε κάθε ευκαιρία το αυτοκίνητο.