Τον τελευταίο, αρκετό καιρό πλέον είναι η αλήθεια, η συζήτηση στην αυτοκίνηση περιστρέφεται γύρω από SUV και κροσσόβερ μοντέλα, καθώς επίσης και τον εξηλεκτρισμό. Μοιραία λοιπόν η συντριπτική πλειονότητα των μοντέλων που δοκιμάζουμε αφορά σε υβριδικές, plug-in υβριδικές και εσχάτως αμιγώς ηλεκτρικές εκδόσεις αυτοκινήτων που κατά κύριο λόγο ανήκουν στη κατηγορία των SUV. Kαι ξαφνικά μπαίνει σφήνα στο πρόγραμμα των δοκιμών ένα πετρελαιοκίνητο sedan μοντέλο. Και μάλιστα όχι οποιοδήποτε αλλά η, προσφάτως ανανεωμένη, σειρά 3 της BMW με το νέο mild hybrid diesel μηχανικό σύνολο των δύο λίτρων και των 190 ίππων και όλα τριγύρω σου αλλάζουν προς το καλύτερο.
Η προσμονή για την ημερομηνία παραλαβής του αυτοκινήτου αυξάνεται και η χαρά είναι μεγάλη, για το ότι επιτέλους θα οδηγήσουμε και δεν θα μετακινηθούμε απλώς, μετρώντας κατανάλωση, έχοντας το άγχος αν αποφορτιστούμε που θα φορτίσουμε και όλα τα υπόλοιπα που φέρνει ο πλήρης εξηλεκτρισμός. Αυτό διότι γνωρίζουμε εκ των προτέρων αφενός πως η σειρά 3 της BMW είναι ένα από τα καλύτερα σεντάν της κατηγορίας σε ότι έχει να κάνει με την οδική του συμπεριφορά, αφετέρου έχω δηλώσει ανοιχτά πως είμαι λάτρης του πετρελαίου και γι’ακόμη μία φορά επιβεβαιώνομαι μετά από τη δοκιμή ενός πετρελαιοκίνητου μοντέλο, έστω μερικώς εξηλεκτρισμένου, καθότι mild hybrid.
Ανανεωμένη στα σημεία
Όταν έχεις στα χέρια σου ένα σεντάν με ιστορία άνω των 45 ετών το οποίο έχει πουλήσει περισσότερα από 15 εκατομμύρια κομμάτια και πλέον βρίσκεται στην έβδομη γενιά του, οφείλεις καταρχήν να το αντιμετωπίσεις με σεβασμό. Όταν αυτό το σεντάν είναι και το σημείο αναφοράς στη κατηγορία του, σε ότι έχει να κάνει με την οδική συμπεριφορά, προφανώς ο σεβασμός αυτός, οφείλει να είναι ακόμη πιο μεγάλος. Βεβαίως τον σεβασμό οφείλει, έως ένα βαθμό, να σου τον «επιβάλλει» και η σχεδίαση, η εικόνα του μοντέλου. Και η ανανεωμένη γενιά της σειράς 3 της BMW το καταφέρνει αυτό και με το παραπάνω, χωρίς μάλιστα να προχωρήσει σε ριζικές σχεδιαστικές αλλαγές.
Η νέα σειρά 3 έχει χτιστεί πάνω στη καινούρια πλατφόρμα, CLAR την ονομάζει η BMW, με τη κατανομή βάρους μεταξύ εμπρός και πίσω άξονα να είναι στο 50-50, ενώ η χρήση ανθρακονημάτων στις κολώνες του σασί, στα πλαίσια των θυρών και στο τούνελ μετάδοσης, καθιστούν σαφή τη θέληση των κατασκευαστών να μειώσουν το βάρος, αυξάνοντας την ακαμψία και βελτιώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τον οδηγοκεντρικό χαρακτήρα που πάντα είχε η τριάρα. Από εκεί και πέρα οι αισθητικές διαφορές της εντοπίζονται στα πιο λεπτά -στάνταρ φουλ LED- φώτα, στη νέα γρίλια και το εντονότερα ανάγλυφο της μάσκας καθώς και στο περισσότερο μαύρο γυαλιστερό φινίρισμα.
Στάνταρ είναι και το μαύρο περίγραμμα των παραθύρων ενώ πίσω υπάρχουν λιγότερα άβαφα τμήματα. Η χρωματική παλέτα έχει εμπλουτιστεί με τρεις νέες αποχρώσεις του γκρι και μια του μπλε, και οι από 17” πλέον ζάντες αλουμινίου είναι στάνταρ παντού. Διαφορές υπάρχουν και στο πακέτο M Sport που είχε το αυτοκίνητο της δοκιμής, με νέα γρίλια και ζάντες διαμέτρου 18”.
Με εντελώς διαφορετικό εσωτερικό
Και αν εξωτερικά οι σχεδιαστές του αυτοκινήτου προτίμησαν να επέμβουν στα σημεία και να φρεσκάρουν απλώς την εικόνα, στο εσωτερική της ανανεωμένης σειράς 3 η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική σε σχέση με τον προκάτοχό της. Πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει το κυρτό πάνελ που η BMW ονομάζει Curved Display και το οποίο ενσωματώνει έναν ψηφιακό πίνακα οργάνων 12,3 ιντσών και μια οθόνη 14,9΄΄ για το infotainment. Το λογισμικό Operating System 8 φροντίζει πως ο έλεγχος των λειτουργιών και η επικοινωνία μεταξύ οδηγού και αυτοκινήτου, πραγματοποιούνται με ακρίβεια smartphone, είτε μέσω του περιστροφικού χειριστηρίου του iDrive, είτε μέσω διακοπτών, είτε μέσω φωνητικών εντολών.
Σε ότι αφορά τον επανασχεδιασμένο επιλογέα του κιβωτίου Steptronic, είναι πλέον τοποθετημένος στο πάνελ ελέγχου στην κεντρική κονσόλα μαζί με το κουμπί Start/Stop, το iDrive Controller, τα μπουτόν Driving Experience Control και το χειρόφρενο στο πλαίσιο της ομογενοποίησης των λειτουργιών του αυτοκινήτου. Οι δύο ενστάσεις που έχουμε είναι ότι πρώτον η BMW άφησε, ίσως το πιο εργονομικό infotainment, για να επιλέξει κάτι πιο σύνθετο που απαιτεί περισσότερη προσπάθεια από τον οδηγό για να κάνει μία λειτουργία και δεύτερον η ομοιότητα στο εσωτερικό πολλών μοντέλων της BMW δεν ταιριάζει με μία premium εταιρία.
Από εκεί και πέρα διατηρεί αναλλοίωτο τον οδηγοκεντρικό της χαρακτήρα, με τα υλικά και την κατασκευή τους να είναι απλώς υπεράνω κριτικής στο σύνολό τους. Φυσικά ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να κάνουμε στους χώρους, οι οποίοι είναι σημαντικά πιο άνετοι σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές του μοντέλου.
Η χαρά της πετρελαιοκίνησης
To πιο σημαντικό και ουσιώδες χαρακτηριστικό του αυτοκινήτου της δοκιμής ωστόσο ήταν ο δίλιτρος πετρελαιοκινητήρας που αποδίδει 190 ίππους και 400 Nm ροπής απλωμένης από πολύ χαμηλά έως αρκετά ψηλά για πετρελαιοκινητήρα. Διαθέτει δύο τουρμπίνες με την μικρότερη εξ αυτών να είναι μεταβλητής γεωμετρίας για καλύτερο τράβηγμα και συνδυάζεται με ένα mild hybrid σύστημα και έναν μικρό ηλεκτροκινητήρα 11 ίππων που παίρνει ρεύμα από μία μπαταρία 48V. O ρόλος του είναι κατά βάση επικουρικός στην λειτουργία των περιφερειακών συστημάτων ενώ γίνεται αντιληπτός μόνο όταν πιέζεις το γκάζι από χαμηλές στροφές, όπου και δίνει ένα έξτρα boost στο αυτοκίνητο, ενώ βοηθάει στη μικρή μείωση της κατανάλωσης και των ρύπων.
Επίσης οφείλουμε να τονίσουμε για ακόμη μία φορά την εξαιρετική δουλειά που έχει κάνει η BMW στο να ελαχιστοποιήσει στο μέγιστο δυνατό τους κραδασμούς, σε τέτοιο βαθμό που μόνο απέξω και υπό προϋποθέσεις αντιλαμβάνεσαι ότι κάτω από το καπό βρίσκεται diesel κινητήρας. Και ερχόμαστε στο κερασάκι της τούρτας που δεν είναι άλλο από την κατανάλωση. Αυτή κατά τη διάρκεια της δοκιμής και οδηγώντας τη τριάρα σε ρυθμούς BMW και κάτι παραπάνω, παντού και πάντα, δεν ξεπέρασε τα 7 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα, ενώ πολύ εύκολα θα επιτύχετε και νούμερα κάτω από τα 6 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα. Σε αυτό συμβάλει τα μέγιστα και το εξαιρετικό σε αίσθηση και απόδοση, αυτόματο κιβώτιο των οκτώ σχέσεων. Tα 6.9” για τα 0-100 χλμ./ώρα όπως και η τελική ταχύτητα των 240 χλμ./ώρα είναι απολύτως λογικά και επιτεύξιμα νούμερα.
Η σειρά 3 της BMW πάντα ήταν και συνεχίζει να είναι και στην ανανεωμένη της έκδοση, ένα αυτοκίνητο για όσους αντιλαμβάνονται την οδήγηση ως χαρά και απόλαυση. Με το που μπαίνεις και κάθεσαι στη θέση του οδηγού, τα πάντα γύρω σου φωνάζουν πως είναι δημιουργημένα με σκοπό την ικανοποίηση σου. Όλα περιστρέφονται γύρω από τον οδηγό, για τον οδηγό. Από τα πρώτα χιλιόμετρα αποκτάς την αίσθηση πως πρόκειται για ένα αυτοκίνητο ικανό να σε κάνει να ξεχαστείς και να αποκοπείς από τη καθημερινότητα και να απολαύσεις τη κάθε σπιθαμή μετακίνησης. Ο δίλιτρος diesel «ακούει» παντού και σε συνδυασμό με τη πυκνή κλιμάκωση του αυτόματο κιβωτίου των οκτώ σχέσεων, δεν πρόκειται ποτέ και πουθενά να σας αφήσεις εκτεθειμένους, χωρίς ισχύ κάτω από το δεξί σας πόδι.
Οι αναρτήσεις και το αμάξωμα βρίσκονται στο ίδιο υψηλό επίπεδο, ενώ η μετάδοση της κίνησης στους πίσω τροχούς, δείχνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο τις σπορ καταβολές και διαθέσεις αυτής της «κούρσας». Στις ευθείες της εθνικής οδού, διαπιστώνεις αφενός πως τα χιλιόμετρα είναι πολύ, μα πάρα πολύ, περισσότερα από αυτά που νόμιζες πως είχες, αφετέρου η κατανάλωση είναι αντιστρόφως ανάλογη. Πολύ μα πολύ μικρότερη από αυτή που πίστευες. Ανεβάζει ταχύτητα με χαρακτηριστική ευκολία, ενώ αντίθετα διατηρεί με ευκολία τη μέση κατανάλωση στο επίπεδο των επτά λίτρων, προκαλώντας ακόμη περισσότερο εκνευρισμό για το γεγονός πως τα διόδια στο Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα κοστίζουν πολύ περισσότερο σε σχέση με το καύσιμο.
Και φυσικά όταν βρεθείς σε δρόμο με στροφές και επιλέξεις τη ρύθμιση sport, όπου η απόκριση του κινητήρα είναι πιο άμεση, οι αλλαγές γρηγορότερες, η ανάρτηση πιο σφιχτή και το τιμόνι πιο κοφτερό, τότε ξεχνάς πλήρως την οικογενειακή ταυτότητα αυτού του τετράθυρου μοντέλου και απολαμβάνεις την οδήγηση. Όσο για τα 54200 Ευρώ από τα οποία ξεκινάει η BMW 320d Mild Hybrid, σίγουρα δεν είναι λίγα, τα αξίζει ωστόσο μέχρι το τελευταίο σεντ.